Pangration — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… … Wikipédia en Français
Pangration Athlima — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… … Wikipédia en Français
Pangration athlima — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… … Wikipédia en Français
Pankration — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… … Wikipédia en Français
θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από … Dictionary of Greek
κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
πολυπροσκύνητος — ον, Μ (για τον Τίμιο Σταυρό) 1. αυτός τον οποίο προσκυνούν πολλοί, πολλές φορές, πολυσέβαστος 2. αυτός που προσκυνά πολλούς θεούς, που ακολουθεί πολυθεϊστική λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προσκύνητος (< προσκυνῶ)] … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek