προσκυνοῦν

προσκυνοῦν
προσκυνέω
make obeisance
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
προσκυνέω
make obeisance
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
προσκυνέω
make obeisance
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
προσκυνέω
make obeisance
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Pangration — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… …   Wikipédia en Français

  • Pangration Athlima — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… …   Wikipédia en Français

  • Pangration athlima — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… …   Wikipédia en Français

  • Pankration — Pancrace Pour les articles homonymes, voir Pancrace (homonymie). Le pancrace (en grec : παγκράτιον / pankrátion) est un sport de combat grec, permettant au temps des Jeux olympiques antiques quasiment tous les coups, y compris mortels.… …   Wikipédia en Français

  • θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από …   Dictionary of Greek

  • κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • πολυπροσκύνητος — ον, Μ (για τον Τίμιο Σταυρό) 1. αυτός τον οποίο προσκυνούν πολλοί, πολλές φορές, πολυσέβαστος 2. αυτός που προσκυνά πολλούς θεούς, που ακολουθεί πολυθεϊστική λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προσκύνητος (< προσκυνῶ)] …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”